ανακολλώ
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Greek Monolingual
(-άω) (Α ἀνακολλῶ)
νεοελλ.
κολλώ εκ νέου, ξανακολλώ
αρχ.
κολλώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ ή συγκολλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κολλῶ.
ΠΑΡ. ανακόλλημα, ανακόλληση(-ις)
νεοελλ.
ανακολλητικός].