ανακούφισμα
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Greek Monolingual
το (Α ἀνακούφισμα) ἀνακουφίζω
η ανακούφιση.
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
το (Α ἀνακούφισμα) ἀνακουφίζω
η ανακούφιση.