ανακύρτωση

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

η ανακυρτώνω
1. κύρτωση προς τα επάνω, καμπύλωμα
2. η εκ νέου κύρτωση.