αναπαραγωγικότητα

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

η
ικανότητα για αναπαραγωγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαραγωγικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].