αναρμόδιος
From LSJ
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
Greek Monolingual
-ια, -ιο (AM ἀναρμόδιος, -ον)
ο μη αρμόδιος, ακατάλληλος, ανίκανος για κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει δικαίωμα να εκτελέσει κάτι ή να αποφανθεί για κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. το αναρμόδιο
η αναρμοδιότητα.