αναρμόδιος
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
Greek Monolingual
-ια, -ιο (AM ἀναρμόδιος, -ον)
ο μη αρμόδιος, ακατάλληλος, ανίκανος για κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει δικαίωμα να εκτελέσει κάτι ή να αποφανθεί για κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. το αναρμόδιο
η αναρμοδιότητα.