Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναρμόδιος

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

-ια, -ιο (AM ἀναρμόδιος, -ον)
ο μη αρμόδιος, ακατάλληλος, ανίκανος για κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει δικαίωμα να εκτελέσει κάτι ή να αποφανθεί για κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. το αναρμόδιο
η αναρμοδιότητα.