Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
ἀναρρύω (Α)
1. στρέφω το κεφάλι του θύματος προς τα πάνω για να του κόψω τον λαιμό, σφάζω, θυσιάζω
2. (μέσ. -ομαι) ανασύρω, σώζω, απολυτρώνω
3. επανορθώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + ρύω, ερύω «έλκω, σύρω, τραβώ, απολυτρώνω» (πρβλ. αυερύω).
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ανάρρυσις].