επανορθώνω
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
Greek Monolingual
(AM ἐπανορθῶ, -όω) ορθώνω
1. ανορθώνω κάτι που έπεσε, στήνω όρθιο, ξαναστήνω, επανιδρύω («τὰ ἱερά ἐπανορθώσας», πάπ.)
2. επαναφέρω στην προηγούμενη καλή κατάσταση («τὴν μεγάλην δύναμιν τῆς πόλεως... ἐπανορθώσαντες», Θουκ.)
3. μτφ. διορθώνω κάποια ανακρίβεια ή ένα σφάλμα, τροποποιώ, αναθεωρώ («χρὴ φυλάττειν καὶ ἐπανορθοῦν νόμους», Πλάτ.)
4. δίνω χρηματική ή άλλου είδους αποζημίωση για προσβολή ή ζημιά που προκάλεσα σε κάποιον
μσν.
εξαγνίζω
αρχ.
1. ικανοποιώ («ἐπανορθοῦν χρείας», Ιουστ.)
2. τιμωρώ, σωφρονίζω κάποιον.