ανατρέψιμος

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
εκείνος που είναι δυνατόν να ανατραπεί, να ανασκευαστεί, να αναιρεθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατρέπω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].