ανατύπωση

From LSJ

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνατύπωσις)
νεοελλ.
1. νέο τύπωμα, ξανατύπωμα, επανέκδοση
2. η φωτογράφιση εικόνων, χαρτών, σχεδίων
αρχ.
διατύπωση, απεικόνιση με τη φαντασία.