απεικόνιση

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀπεικόνισις)
1. η πράξη του απεικονίζω, αναπαράσταση
2. ακριβής περιγραφή
3. (στα Μαθηματικά) διαδικασία που σε κάθε στοιχείο ενός συνόλου αντιστοιχίζει ένα και μόνον ένα στοιχείο ενός άλλου συνόλου.