φωτογράφιση
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
Greek Monolingual
η, Ν
η φωτογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογραφίζω. Η λ., στον λόγιο τ. φωτογράφισις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία].