αναφλεκτήρας

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

ο αναφλέγω
διάταξη που χρησιμοποιείται για να προκαλέσει ανάφλεξη, αναπτήρας, πυροδότης.