Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναπτήρας

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

ο τεχνολ.
μικρή φορητή συσκευή με την οποία ανάβει κανείς επανειλημμένα φωτιά και κυρίως τσιγάρα, πούρα ή πίπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (αναπτήρες σιγάρων ηλεκτρικοί εν αμάξαις του σιδηροδρόμου Σιβηρίας)].