πυροδότης
From LSJ
Greek Monolingual
ο, Ν
1. στρ. ράβδος με φιτίλι στο ένα της άκρο με την οποία μεταδιδόταν η φωτιά στο έκκαυμα τών παλαιότερων πυροβόλων
2. (κατ' επέκτ.) κάθε μέσο για το άναμμα ή για τη μετάδοση της φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πυροδόται, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].