ανειλώ

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

ἀνειλῶ (-έω) (Α)
Ι. ενεργ.
1. ξεδιπλώνω, ανοίγω
2. περιτυλίγω, στριμώχνω
II. μέσ.
1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι
2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι
3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ειλώ (-έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω».
ΠΑΡ. αρχ. ανείλημα, ανείλησις].