ανεκμετάλλευτος

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εκείνος που δεν τον εκμεταλλεύθηκε κάποιος
2. εκείνος που δεν αξιοποιήθηκε ώστε να αποφέρει κέρδη.