ανεμοδέρνω

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

1. παλεύω με τους ανέμους
2. παλεύω με τις αντιξοότητες
3. παθ. χτυπιέμαι από τους ανέμους, από τις συμφορές.