ανεξαίρετος

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν εξαιρείται ή δεν μπορεί να εξαιρεθεί
2. επίρρ. ανεξαιρέτως κ. -αίρετα
χωρίς εξαίρεση, χωρίς διάκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εξαίρετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον διδάσκαλο του Γένους και καθηγητή της Ιστορίας Δημήτριο Ν. Βερναρδάκη, ενώ το επίρρ. ανεξαιρέτως μαρτυρείται από το 1852 στον δημοσιογράφο Παν. Χαλκιόπουλο].