ανεξαίρετος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν εξαιρείται ή δεν μπορεί να εξαιρεθεί
2. επίρρ. ανεξαιρέτως κ. -αίρετα
χωρίς εξαίρεση, χωρίς διάκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εξαίρετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον διδάσκαλο του Γένους και καθηγητή της Ιστορίας Δημήτριο Ν. Βερναρδάκη, ενώ το επίρρ. ανεξαιρέτως μαρτυρείται από το 1852 στον δημοσιογράφο Παν. Χαλκιόπουλο].