ανεπισκίαστος

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεπισκίαστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να επισκιαστεί, που διατηρεί την αίγλη του
μσν.
εκείνος που δεν είναι κρυψίνους, ο ειλικρινής.