ανεπιτηδειότητα
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
Greek Monolingual
η (Α ἀνεπιτηδειότης)
1. αδεξιότητα, ανικανότητα
2. δυσχέρεια, απροσαρμοστία, ακαταλληλότητα.