ανθρωπόβρωτος
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
ἀνθρωπόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγεται από τους ανθρώπους.
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
ἀνθρωπόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγεται από τους ανθρώπους.