αντανίστημι

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

ἀντανίστημι (Α)
1. παρουσιάζω κάτι ως εφάμιλλο με κάτι άλλο ή ανώτερο από αυτό
2. ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου.