αντανίστημι

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

ἀντανίστημι (Α)
1. παρουσιάζω κάτι ως εφάμιλλο με κάτι άλλο ή ανώτερο από αυτό
2. ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου.