ανταποδότης

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source

Greek Monolingual

ἀνταποδότης, ο (Α)
αυτός που ανταποδίδει κάτι.