αντιμιλώ

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

Greek Monolingual

(Μ ἀντιμιλῶ, -έω)
1. φέρνω αντίρρηση, αντιλέγω
2. μιλώ άπρεπα, αυθαδιάζω.