αντιπερισπώ
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
ἀντιπερισπῶ (-άω) (Α)
1. αναγκάζω τον εχθρό να κάνει κίνηση αντίθετη από αυτήν που σκόπευε
2. αποσπώ αλλού την προσοχή του εχθρού, ενεργώ αντιπερισπασμό.