αντιπερισπώ

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

ἀντιπερισπῶ (-άω) (Α)
1. αναγκάζω τον εχθρό να κάνει κίνηση αντίθετη από αυτήν που σκόπευε
2. αποσπώ αλλού την προσοχή του εχθρού, ενεργώ αντιπερισπασμό.