ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
ἀντιπερισπῶ (-άω) (Α)1. αναγκάζω τον εχθρό να κάνει κίνηση αντίθετη από αυτήν που σκόπευε2. αποσπώ αλλού την προσοχή του εχθρού, ενεργώ αντιπερισπασμό.