αοίδιμος
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
-η, -ο (AM ἀοίδιμος, -ον) αοιδή
άξιος να τραγουδιέται, αξέχαστος, αείμνηστος
αρχ.
1. θαυμάσιος, περίφημος, ονομαστός για κάτι
2. διαβόητος, κακόφημος.