αοίδιμος
From LSJ
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
-η, -ο (AM ἀοίδιμος, -ον) αοιδή
άξιος να τραγουδιέται, αξέχαστος, αείμνηστος
αρχ.
1. θαυμάσιος, περίφημος, ονομαστός για κάτι
2. διαβόητος, κακόφημος.