απαιολώ

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308

Greek Monolingual

ἀπαιολῶ (-άω ή -έω) (Α)
περιπλέκω, συγχέω, μπερδεύω, παραπλανώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αιολώ «ποικίλλω»].