απαράδοτος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν παραδόθηκε, δεν κληροδοτήθηκε από την παράδοση
2. εκείνος ο οποίος δεν παραδόθηκε στον παραλήπτη («γράμμα απαράδοτο», «επιταγή απαράδοτη»)
3. όποιος δεν παραδίνεται, ο ισχυρόςκάστρο απαράδοτο»)
4. όποιος δεν έχει παραδοθεί, δεν έχει διδαχθεί («μάθημα απαράδοτο»)
5. αυτός που δεν τον παρέδωσαν με κατάρες, στον διάβολο κ.λπ., ο αβλαστήμητος.