απαράδοτος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν παραδόθηκε, δεν κληροδοτήθηκε από την παράδοση
2. εκείνος ο οποίος δεν παραδόθηκε στον παραλήπτη («γράμμα απαράδοτο», «επιταγή απαράδοτη»)
3. όποιος δεν παραδίνεται, ο ισχυρός («κάστρο απαράδοτο»)
4. όποιος δεν έχει παραδοθεί, δεν έχει διδαχθεί («μάθημα απαράδοτο»)
5. αυτός που δεν τον παρέδωσαν με κατάρες, στον διάβολο κ.λπ., ο αβλαστήμητος.