απαρχή

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

η (AM ἀπαρχή)
αρχή, έναρξη
αρχ.-μσν.
(ιδίως στον πληθ.)
1. έναρξη θυσίας, η πρώτη προσφορά, η προσφορά των πρώτων καρπών της συγκομιδής
2. συμπόσιο
3. το πρώτο και καλύτερο μέρος κάθε πράγματος.