απαρύω

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

ἀπαρύω κ. ἀπαρύτω (Α) [[[αρύω]] (-τω)]
1. αποσύρω, αφαιρώ
2. μτφ. α) αφαιρώ τη δύναμη κάποιου
β) εξαντλώ.