Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
ἀπαρύω κ. ἀπαρύτω (Α) [[[αρύω]] (-τω)]1. αποσύρω, αφαιρώ2. μτφ. α) αφαιρώ τη δύναμη κάποιουβ) εξαντλώ.