διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
ἀπερίεργος, -ον (AM)1. (για πρόσωπα κ. πράγματα) ο μη εξεζητημένος, απέριττος, λιτός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπερίεργονη απλότητα, η αφέλεια.