αποζημιώνω

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

1. πληρώνω αποζημίωση
2. ικανοποιώ τις απαιτήσεις κάποιου για βλάβη που του προξένησα
3. ανταμείβω κάποιον για εκδούλευση ή προσφορά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + ζημιώνω. Η λ. αποζημιώ (-όω) μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].