αποκοιμιέμαι

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source

Greek Monolingual

κ. -μιούμαι κ. -μούμαι (AM ἀποκοιμῶμαι, -άομαι)
1. με παίρνει ο ύπνος
2. κοιμάμαι βαθιά
3. πεθαίνω ήρεμα
αρχ.
κοιμάμαι μακριά απ' το σπίτι μου.