Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αποκοιμιέμαι

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

κ. -μιούμαι κ. -μούμαι (AM ἀποκοιμῶμαι, -άομαι)
1. με παίρνει ο ύπνος
2. κοιμάμαι βαθιά
3. πεθαίνω ήρεμα
αρχ.
κοιμάμαι μακριά απ' το σπίτι μου.