αποκοτώ

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

κ. -άω (Μ ἀποκοτῶ, -άω) απόκοτος
1. τολμώ
2. αποτολμώ, επιχειρώ.