απομνημόνευση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἀπομνημόνευσις)
νεοελλ.
1. προσπάθεια, εργασία για να συγκρατηθεί κάτι στη μνήμη
2. συγκράτηση στη μνήμη, αποστήθιση
αρχ.
διήγηση από μνήμης.
η (Α ἀπομνημόνευσις)
νεοελλ.
1. προσπάθεια, εργασία για να συγκρατηθεί κάτι στη μνήμη
2. συγκράτηση στη μνήμη, αποστήθιση
αρχ.
διήγηση από μνήμης.