αποπέμπω

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

(AM ἀποπέμπω) πέμπω
νεοελλ.
1. απομακρύνω, διώχνω
2. δίνω διαζύγιο, χωρίζω
αρχ.-μσν.
στέλνω πίσω
μσν.
1. εκσφενδονίζω, ρίχνω
2. (για προσευχή) αναπέμπτω, στέλνω
3. (για οσμή) αναδίνω
αρχ.
1. χωρίζω, απολύω, ξεφορτώνομαι
2. φέρνω στο φως, αποκαλύπτω
3. απαλλάσσομαι
4. (-ομαι) αποτρέπω με θυσίες, εξορκίζω.