εξορκίζω
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
(AM ἐξορκίζω) έξορκος
1. παρακαλώ κάποιον να ορκιστεί σε κάτι ιερό
2. απομακρύνω πονηρά πνεύματα
3. ικετεύω κάποιον να κάνει κάτι («σέ εξορκίζω στην ψυχή του πατέρα σου»).