εξορκίζω

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξορκίζω) έξορκος
1. παρακαλώ κάποιον να ορκιστεί σε κάτι ιερό
2. απομακρύνω πονηρά πνεύματα
3. ικετεύω κάποιον να κάνει κάτι («σέ εξορκίζω στην ψυχή του πατέρα σου»).