αποσταδόν

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

ἀποσταδόν κ. -δά (Α) κ. -δην (Μ) αφίσταμαι
από απόσταση, από μακριά.