αποσυνθέτω

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

1. επιφέρω ή προκαλώ αποσύνθεση, διαλύω ένα σύνθετο πράγμα στα συνθετικά του
2. αλλοιώνω, κάνω κάτι να σαπίσει
3. παραλύω, εξαρθρώνω.