απρεπής

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

-ές κ. άπρεπος, -η, -ο (AM ἀπρεπής, -ές) πρέπω
ο μη ευπρεπής, ανάρμοστος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αισχρός, μιαρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπρεπές
η απρέπεία.