μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
-ές κ. άπρεπος, -η, -ο (AM ἀπρεπής, -ές) πρέπω
ο μη ευπρεπής, ανάρμοστος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αισχρός, μιαρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπρεπές
η απρέπεία.