απροσχεδίαστος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν έχει σχεδιαστεί εκ των προτέρων, απρομελέτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + προσχεδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς].