προσχεδιάζω

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source

Greek Monolingual

ΝΜ
νεοελλ.
1. σχεδιάζω κάτι εκ τών προτέρων, καταρτίζω προσχέδιο
2. σκέπτομαι κάτι προκαταβολικά, μελετώ εκ τών προτέρων
μσν.
μέσ. προσχεδιάζομαι
σχεδιάζω εκ τών προτέρων.