απόξεση

From LSJ

μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀπόξεσις) αποξέω
αφαίρεση με ξύσιμο, ξύσιμο, λείανση
νεοελλ.
αφαίρεση υλικού από φυσιολογικές (π.χ. μήτρα) ή παθολογικές κοιλότητες (π.χ. συρίγγιο) του σώματος με ειδικό όργανο (ξέστρο) για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς λόγους.